«Ο μοναδικός τρόπος για την καλή ρύθμισης της υπέρτασης είναι η σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης»
Μία άλλη πολύ αξιόπιστη μέθοδος είναι το Holter καταγραφής της αρτηριακή πίεσης. Αυτή είναι μία εξέταση που αξίζει οι υπερτασικοί να κάνουν μία τουλάχιστον φορά, είτε για τη σωστή διάγνωση της υπέρτασης, ειδικά σε περιπτώσεις με μεγάλες αυξομειώσεις, υψηλή πίεση στο ιατρείο ή ιδιαίτερες περιπτώσεις με αυξημένη πίεση κατά την διάρκεια του ύπνου.
Η συσκευή του Holter πίεσης αποτελείται από ένα πιεσόμετρο βραχίονα (μπράτσου) και μία συσκευή καταγραφής της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ), η οποία στο τέλος όπως εξέτασης μεταφέρει τα δεδομένα σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή για ανάλυση.
Παρέχει τον μέσο όρο των μετρήσεων της πίεσης για μια καθορισμένη περίοδο, συνήθως 24 ώρες. Η συσκευή προγραμματίζεται για να καταγράφει σε διαστήματα 15 – 30 λεπτών και οι μέσες τιμές πίεσης συνήθως παρέχονται για τις 24 ώρες συνολικά και χωριστά για την ημέρα και τη νύχτα.
Το διαγνωστικό όριο υπέρτασης είναι ≧ 130 και/ή 80 mmHg για 24 ώρες, ≧ 135 και/ή 85 mmHg για τον μέσο όρο όπως ημέρας και ≧ 120 και/ή 70 mmHg για τη νύχτα.
Η μέτρηση όπως ΑΠ με τη συσκευή Holter μπορεί να προβλέψει καλύτερα των κίνδυνο επιπλοκών από την υπέρταση, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο και το έμφραγμα μυοκαρδίου.
Στον ύπνο φυσιολογικά η πίεσης ελαττώνεται περισσότερο από 10%. Σε άτομα που η πίεση δεν ελαττώνεται (non-dippers) o κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Συνήθως πρόκειται για ασθενείς με άπνοια στον ύπνο, παχυσαρκία, υψηλή πρόσληψη αλατιού σε ευαίσθητα σε αλάτι άτομα, ορθοστατική υπόταση, δυσλειτουργία αυτονόμου νευρικού συστήματος, διαβητική νευροπάθεια, χρόνια νεφρική νόσο ή γηρατειά.
Η αρτηριακή πίεση ορίζεται ανάλογα με τις μετρήσεις που βρίσκονται κατά τη μέτρηση στο ιατρείο και από το υψηλότερο επίπεδο πίεσης, είτε δηλαδή είναι αναλογικά υψηλότερη η συστολική («μεγάλη»), είτε είναι η διαστολική πίεση ( «μικρή»).
Ως «βέλτιστη» αρτηριακή πίεση θεωρείται όταν η συστολική και η διαστολική πίεση είναι μικρότερες από 120 και 80 mmHg αντίστοιχα, ενώ τιμές μικρότερες από 129 και 84 mmHg θεωρούνται «φυσιολογική πίεση».
Πριν την υπέρταση υπάρχει μία κατηγορία «ασθενών» με «υψηλή φυσιολογική πίεση». Αυτοί χρειάζονται αλλαγές του τρόπου ζωής και ίσως φαρμακευτική αγωγή αν είναι πολύ υψηλού κινδύνου.
Ως «αρτηριακή υπέρταση» θεωρείται η αρτηριακή πίεση που μεγαλύτερη από 140 και/ή 90 mmHg. Εδώ χρειάζεται εκτός από τα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα στις περισσότερες περιπτώσεις και φαρμακευτική αγωγή,
Τέλος υπάρχει η κατηγορία της «μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης» με συστολική πίεση μεγαλύτερη από 140 mmHg και συχνά χαμηλή διαστολική πίεση. Αυτή εμφανίζεται κυρίως στις μεγάλες ηλικίες κυρίως λόγω σκλήρυνσης με τα χρόνια της κεντρικής αρτηρίας, της αορτής. Παρόλο που η συστολική πίεση είναι υψηλή, λόγω της χαμηλής διαστολικής πίεσης η μέση πίεση μπορεί να είναι σχετικά καλή (η μέση πίεση είναι αδρά η συστολική και 2 φορές η διαστολική δια 3).
Δυστυχώς στη μετρήσεις στο ιατρείο η αρτηριακή πίεση ανεβαίνει, λόγω αυτού που συχνά ονομάζεται «σύνδρομο λευκής μπλούζας». Αν και γίνεται προσπάθειας να ξεπεραστεί αυτό με ειδικές μετρήσεις πριν ο ασθενής συναντήσει τον ιατρό.
Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί μεγάλη σημασία στη σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι, που συνήθως είναι λίγο χαμηλότερες ειδικά την νύχτα, με αποτέλεσμα να έχουν τεθεί χαμηλότερα όρια που φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης πρέπει να γίνεται με σωστό τρόπο (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως) και με πιστοποιημένα πιεσόμετρα το βραχίονα (θα τα βρείτε στα «έντυπα»).
Μία άλλη πολύ αξιόπιστη μέθοδος είναι το Holter καταγραφής της αρτηριακή πίεσης. Αυτή είναι μία εξέταση που αξίζει οι υπερτασικοί να κάνουν μία τουλάχιστον φορά, είτε για τη σωστή διάγνωση της υπέρτασης, ειδικά σε περιπτώσεις με μεγάλες αυξομειώσεις, υψηλή πίεση στο ιατρείο ή ιδιαίτερες περιπτώσεις με αυξημένη πίεση κατά την διάρκεια του ύπνου.
Η συσκευή του Holter πίεσης αποτελείται από ένα πιεσόμετρο βραχίονα (μπράτσου) και μία συσκευή καταγραφής όπως αρτηριακής πίεσης (ΑΠ), η οποία στο τέλος όπως εξέτασης μεταφέρει τα δεδομένα σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή για ανάλυση.
Παρέχει τον μέσο όρο των μετρήσεων όπως ΑΠ για μια καθορισμένη περίοδο, συνήθως 24 ώρες. Η συσκευή προγραμματίζεται για να καταγράφει σε διαστήματα 15 – 30 λεπτών και οι μέσες τιμές ΑΠ συνήθως παρέχονται για όπως 24 ώρες, την ημέρα και τη νύχτα. Το διαγνωστικό όριο υπέρτασης είναι ≧ 130 και/ή 80 mmHg για 24 ώρες, ≧ 135 και/ή 85 mmHg για τον μέσο όρο όπως ημέρας και ≧ 120 και/ή 70 mmHg για τη νύχτα. Η μέτρηση όπως ΑΠ με τη συσκευή Holter μπορεί να προβλέψει καλύτερα των κίνδυνο επιπλοκών από την υπέρταση, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο και το έμφραγμα μυοκαρδίου.
Η ΑΠ φυσιολογικά ελαττώνεται περισσότερο από 10% κατά τη διάρκεια του ύπνου. Σε άτομα που η ΑΠ δεν ελαττώνεται (non-dippers) o κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Συνήθως πρόκειται για ασθενείς με άπνοια στον ύπνο, παχυσαρκία, υψηλή πρόσληψη αλατιού σε ευαίσθητα σε αλάτι άτομα, ορθοστατική υπόταση, δυσλειτουργία αυτονόμου νευρικού συστήματος, διαβητική νευροπάθεια, χρόνια νεφρική νόσο ή γηρατειά.
Για την αξιολόγηση της σοβαρότητας αρτηριακής πίεσης χρειάζεται πρώτα η αξιολόγηση του συνολικού κινδύνου του ασθενούς. Έχει σημασία δηλαδή «ποιος ασθενής έχει τη συγκεκριμένη πίεση».
Με αυτό τον τρόπο οι ιατροί χωρίζουν τους ασθενείς σε «χαμηλού, μετρίου, υψηλού και πολύ υψηλού κινδύνου». Αυτό κρίνεται ανάλογα με τους συνοδούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, εάν έχουν ήδη εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο (όπως στεφανιαία νόσο, εγκεφαλικό επεισόδια, ανεύρυσμα, περιφερική αρτηριοπάθεια), εάν έχουν διαβήτη, νεφρική νόσο ή ένα έχουν ήδη βλάβες από την υπέρταση στα λεγόμενα «όργανα-στόχους» που προσβάλλει αυτή (όπως υπερτροφία στη καρδιά, λεύκωμα στα ούρα, αλλοιώσεις στο βυθό του οφθαλμού, αθηρωματικές πλάκες στα αγγεία, επηρεασμένη γνωστική ικανότητα ή αλλοιώσεις στον εγκέφαλο στις απεικονιστικές εξετάσεις).
Ως «βέλτιστη» αρτηριακή πίεση θεωρείται όταν η συστολική και η διαστολική πίεση είναι μικρότερες από 120 και 80 mmHg αντίστοιχα, ενώ τιμές μικρότερες από 129 και 84 mmHg θεωρούνται «φυσιολογική πίεση».
Πριν την υπέρταση υπάρχει μία κατηγορία «ασθενών» με «υψηλή φυσιολογική πίεση». Αυτοί χρειάζονται αλλαγές του τρόπου ζωής με τα λεγόμενα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα που περιλαμβάνουν κυρίως απώλεια βάρους, υγιεινή διατροφή με περιορισμό του αλατιού και αυξημένη σωματική δραστηριότητα. Αν η υψηλή φυσιολογική πίεση εμφανίζεται σε ένα ασθενής «πολύ υψηλού κινδύνου» με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο και κυρίως στεφανιαία νόσο θα χρειαστεί και επιπλέον φαρμακευτική αγωγή.
Ως «αρτηριακή υπέρταση» θεωρείται η αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη από 140 ή/και 90 mmHg. Εδώ χρειάζεται εκτός από τα υγιεινοδιαιτητικά μέτρα και φαρμακευτική αγωγή, με την εξαίρεση ασθενών χαμηλού κινδύνου, χωρίς καρδιαγγειακή νόσο ή βλάβες από την υπέρταση στα όργανα στόχους, που εκεί μπορούμε να περιμένουμε 3-6 μήνες μόνο με υγιεινοδιαιτητικά μέτρα αρκεί η πίεση να είναι λίγο αυξημένη (στάδιο 1).
Όταν η πίεση είναι πολύ αυξημένη (στάδιο 2 και κυρίως στάδιο 3) πρέπει να ρυθμιστεί σταδιακά μέσα σε 3 μήνες, ξεκινώντας συνήθως με συνδυασμό 2 φάρμακων.
Τέλος υπάρχει η κατηγορία της «μεμονωμένης συστολικής υπέρτασης» που εμφανίζεται κυρίως στις μεγάλες ηλικίες κυρίως λόγω σκλήρυνσης με τα χρόνια της κεντρικής αρτηρίας, της αορτής. Σε ηλικιωμένους ασθενείς μετά τα 80 έτη συνιστάται έναρξη της θεραπείας αν η αρτηριακή πίεση ξεπερνάει τα 160 mmHg. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς, ειδικά εκείνοι που έχουν εύθραυστη υγεία κινδυνεύουν περισσότερο έτσι και αλλιώς, αλλά έχουν επιπλέον και τον κίνδυνο πτώσεων στο έδαφος και τραυματισμών.
Το πόσο χαμηλή πρέπει να είναι η αρτηριακή πίεση καθορίζεται από την ηλικία του ασθενούς και από τα συνοδά νοσήματα που ενδεχομένως έχει.
Ως γενικό κανόνα δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 120 mmHg ή 80 mmHg, η συστολική ή η διαστολική πίεση αντίστοιχα. Κάτω από το αυτό το όριο ο κίνδυνος για τη καρδιά και τα αγγεία δεν μειώνεται και ενδεχομένως μπορεί να αυξηθεί. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι ηλικιωμένοι που κινδυνεύουν από πτώσεις και οι κολυμβητές στην Ελλάδα που κινδυνεύουν από πνιγμό.
Για τη διαστολική («μικρή») πίεση το όριο είναι ενιαίο και 70-79 mmHg. Αυτό γιατί ο κίνδυνος μετά τα 80 mmHg αυξάνει σταδιακά και στα 90 mmHg διπλασιάζεται.
Για τη συστολική («μεγάλη») πίεση το όριο είναι 130-139 mmHg σε ηλικία πάνω από 65 έτη. Στους νεώτερους ασθενείς εάν είναι ανεκτό μπορεί να είναι και χαμηλότερο (120-130 mmHg), με εξαίρεση τους νεφροπαθείς που είμαστε πιο επιφυλακτικοί (στόχος έως 130 mmHg).
Video
Τι είναι η αρτηριακή υπέρταση
(BHF)
Μέτρηση πίεσης με ηλεκτρονικό πιεσόμετρο
(BHF)
Προγραμματίστε το ραντεβού σας μέσω τηλεφώνου